- διάσυρτο
- το (Α διάσυρτος, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ.1. ταινία από μετάξι ή βαμβάκι, που εισάγεται με τη βοήθεια μιας βελόνας κάτω από την επιδερμίδα και αφήνεται εκεί για να μετατρέψει σε πύον τη φλόγωση παρακείμενων οργάνων, κν. το φιτίλι2. παλιότερη μέθοδος θεραπείας μ' αυτό τον τρόπο, άχρηστη σήμερααρχ.αυτός που σύρεται από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.